- σιπύα
- σιπύᾱ , σιπύηmeal-tubfem nom/voc/acc dualσιπύᾱ , σιπύηmeal-tubfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιπύαν — σιπύᾱν , σιπύη meal tub fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίφνις — αιτ. εν. σίφνιν, ἡ, Α [σιφνός] δοχείο, λάρνακα ή κάδος με αλεύρι, σιπύα* … Dictionary of Greek
σίφνον — Α (κατά τον Ησύχ.) σιπύα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τής λ. σίφνις] … Dictionary of Greek
σιπύη — και σιπύα και συπύη, ἡ, Α δοχείο, λάρνακα ή κάδος για αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθανότατα για σημιτικό δάνειο (πρβλ. ακκαδ. šappu / sappu, φοινικ. sp, εβρ. sap με σημ. «λεκάνη»). Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με τον τ. supu τής γραμμικής Α.… … Dictionary of Greek
σιπύαι — σιπύη meal tub fem nom/voc pl σιπύᾱͅ , σιπύη meal tub fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)